ἀναλογιστικά

ἀναλογιστικά
ἀναλογιστικός
judging by analogy
neut nom/voc/acc pl
ἀναλογιστικά̱ , ἀναλογιστικός
judging by analogy
fem nom/voc/acc dual
ἀναλογιστικά̱ , ἀναλογιστικός
judging by analogy
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναλογιστικός — ή, ό αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά αναλογία: Τα αναλογιστικά μαθηματικά είναι τα ασφαλιστικά μαθηματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”